αλιτήριος

αλιτήριος
-ια, -ιο (Α ἀλιτήριος, -ιον)
σκληρός, αδίσταχτος, κακοήθης, δόλιος, κατεργάρης
αρχ.
1. αυτός που διαπράττει αμάρτημα, άδικος, ασεβής, ανόσιος
2. αυτός που φέρνει την καταστροφή, τον όλεθρο, πληγή, μάστιγα
3. αίτιος, ένοχος για κάτι
4. εκδικητής δαίμονας, τιμωρός θεός (βλ. και ἀλάστωρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιταίνω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλιτηριώδης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἁλιτήριος — ἀλιτήριος , ἀλιτήριος sinning masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτήριος — sinning masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιτήριος — α, ο άδικος, ασεβής, πανούργος, άθλιος, κακοποιός: Τους είχε εξαπατήσει για δεύτερη φορά ο αλιτήριος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κἀλιτήριος — ἀλιτήριος , ἀλιτήριος sinning masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειτήριον — ἀλιτήριος sinning masc/fem acc sg ἀλιτήριος sinning neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτηρίω — ἀλιτήριος sinning masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀλιτήριος sinning masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτηρίως — ἀλιτήριος sinning adverbial ἀλιτήριος sinning masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτήριον — ἀλιτήριος sinning masc/fem acc sg ἀλιτήριος sinning neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειτηρίοις — ἀλιτήριος sinning masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειτηρίων — ἀλιτήριος sinning masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”